- σικυαστήριον
- σῐκυ-αστήριον, τό,A cupping-instrument, prob. for σηκυιαστήριον in Zonar.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σικυαστήριον — τὸ, Μ όργανο χάραξης τού δέρματος για την επίθεση βεντούζας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σικυάζω «αφαιρώ αίμα με βεντούζα» + επίθημα τήριον (πρβλ. κοπανισ τήριον)] … Dictionary of Greek